Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Η ΑΓΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑ ...ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ – ΠΟΛΙΤΩΝ !!


Μπορεί να νομίζουμε ότι όλοι είμαστε ίσοι ,και ότι τίτλοι ευγενείας ή διάκρισης δεν απονέμονται και δεν αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες, μηδενός εξαιρουμένου, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα,... τα προνόμια των βουλευτών, όμως, τα οποία συνιστούν, οι κάθε λογής παροχές, επιδόματα και ατέλειες που τους προσφέρονται, προφανώς δεν συνάδουν με μια άλλη ρητή συνταγματική επιταγή που ορίζει ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Το ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ αποκαλύπτει τις μηνιαίες αποδοχές, μετά την παρακράτηση φόρου και ασφαλίστρων ...έτσι λοιπόν ένας νεοεκλεγέντας βουλευτής βγάζει σ’ ένα ΜΗΝΑ όσα βγάζει ένας μέσος ιδιωτικός υπάλληλος σε ένα ΧΡΟΝΟ !!!
Η θετική «έκπληξη» που περίμενε τους νεοεκλεγέντες βουλευτές οι οποίοι πέρασαν εσχάτως το κατώφλι του Κοινοβουλίου ήταν δίχως άλλο τα προνόμια που διαχρονικά απολαμβάνουν.... και εκκινούν από τη βουλευτική αποζημίωση και τις φορολογικές «διευκολύνσεις» και φθάνουν ως το επίδομα οικογενειακών βαρών, την ατέλεια των κινητών τηλεφώνων και τη χρονομίσθωση πολυτελών αυτοκινήτων υψηλού κυβισμού.
Ι. Η βουλευτική αποζημίωση
Θυμάστε το σάλο που είχε ξεσπάσει για τις υπέρογκες αυξήσεις των δικαστικών;
Όλοι ανεξαιρέτως οι βουλευτές δικαιούνται αποζημίωση ίση με το σύνολο των πάσης φύσεως μηνιαίων αποδοχών του ανώτατου δικαστικού λειτουργού, δηλαδή περί τις 8.500 ευρώ, ενώ ως γνωστόν με κάθε αύξηση των αποδοχών των δικαστικών αυξάνεται και ο βασικός μισθός τους, ως εκ τούτου έχουν να ελπίζουν και οι εκπρόσωποι του λαού σε καμιά αυξησούλα.
Οι κρατήσεις στις οποίες υπόκειται η βουλευτική αποζημίωση είναι 6,67% για τον κλάδο σύνταξης και ως 20% υπέρ κόμματος (κάθε βουλευτής δηλώνει εγγράφως το ποσοστό που επιθυμεί να παρακρατείται και το οποίο πρέπει να συμπίπτει με το ποσοστό που έχει ζητήσει το κόμμα του: η ΝΔ και το ΠαΣοΚ έχουν ορίσει την κράτηση αυτή σε 10%, ενώ το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ σε 20%, ενώ υπέρ του Δημοσίου για υγειονομική περίθαλψη είναι 2,55% (200 ευρώ περίπου) και υπέρ του Λογαριασμού Αλληλοβοηθείας Βουλευτών και Ευρωβουλευτών παρακρατούνται τρία ευρώ τον μήνα (και 30 ευρώ εφάπαξ από τους νεοεκλεγέντες).
Κατά τα λοιπά και οι εθνικοί αντιπρόσωποι λαμβάνουν δώρο Χριστουγέννων ίσο με το ύψος των μηνιαίων απολαβών τους, δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας κατά το ήμισυ.
Οσον αφορά τη φορολογία της βουλευτικής αποζημίωσης γίνεται αυτοτελώς και σε ολόκληρο το ποσό, δηλαδή το εισόδημά τους αυτό δεν προστίθεται κατά την εκκαθάριση στα άλλα εισοδήματα που έχουν και για τα οποία φορολογούνται.
Για τη συμμετοχή τους στις κοινοβουλευτικές επιτροπές και στα θερινά τμήματα της Βουλής οι παρόντες στις συνεδριάσεις των επιτροπών λαμβάνουν αποζημίωση που κυμαίνεται από 500 εως και 5000 ευρώ για τα μέλη των αποστολών της  Βουλής στο εξωτερικό που επίσης δικαιούνται αποζημίωση δίχως βέβαια να φορολογούνται τα ποσά αυτά.
Επίσης σε όσους βουλευτές έχουν αναστείλει την άσκηση του επαγγέλματός τους, όπως επιβάλλει άλλωστε το ασυμβίβαστο, καταβάλλονται κανονικά οι εισφορές κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας τους για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια στους ασφαλιστικούς φορείς που υπάγονταν (από 1.1.2003) προτού εκλεγούν και μάλιστα με χρήματα που βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό της Βουλής, δηλαδή τον Έλληνα φορολογούμενο.
ΙΙ. Οι παροχές για τα έξοδα
Οι βουλευτές λαμβάνουν επίδομα οργάνωσης γραφείου, το οποίο κατανέμεται ως εξής:
Για τους βουλευτές Επικρατείας, Α’ και Β’ Αθηνών, Α’ και Β’ Πειραιώς είναι ίσο με το 20% της αποζημίωσής τους(έξτα δηλαδή άλλα 1500 ευρώ περίπου) και για τους βουλευτές της περιφέρειας είναι ίσο με το 25% (δηλαδή άλλα 2.000 ευρώ περίπου). Ποσά τα οποία επίσης είναι αφορολόγητα.
Επίσης τους παρέχεται επίδομα οικογενειακών βαρών βάσει δήλωσης για την οικογενειακή κατάστασή τους ισχύει ό,τι για τους δημόσιους υπαλλήλους: 10% για τον έγγαμο και 5% για κάθε παιδί.
Αναφορικά με τα έξοδα κίνησης στους  βουλευτές Επικρατείας, Α’ και Β’ Αθηνών, Α’ και Β’ Πειραιώς, αλλά και σε όσους οι περιφέρειες διαθέτουν αεροπορική σύνδεση με την Αθήνα καταβάλλεται το ποσό των 450 ευρώ, στους βουλευτές των οποίων οι περιφέρειες είναι πιο κοντά στην πρωτεύουσα καταβάλλονται 600 ευρώ και σε όσους οι περιφέρειες βρίσκονται μακριά καταβάλλονται 750 ευρώ, ενώ στους βουλευτές Κυκλάδων και Δωδεκανήσου καταβάλλεται το ποσό των 1.000 ευρώ.
Για τις μετακινήσεις τους με τον σιδηρόδρομο ή τα υπεραστικά λεωφορεία ή τα πλοία των εσωτερικών γραμμών υπάρχει ατέλεια ενώ για τους βουλευτές της περιφέρειας διατίθενται ετησίως 104 εντολές μετακίνησής τους αεροπορικώς.
Οσον αφορά τα αυτοκίνητα που παρέχονται στους βουλευτές, αυτό γίνεται μέσω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης με εταιρεία Leasing έτσι ώστε να τα αλλάζουν συνεχώς και να κυκλοφορούν πάντα με καινούργια μοντέλα.
Ι Οι ατέλειες και τα έσοδα
Για τις γνωστές επιστολές που λαμβάνουν οι πολίτες από τους εκλεγμένους εκπροσώπους τους καταβάλλεται στους βουλευτές κάθε μήνα ποσό που αντιστοιχεί σε 1.000 επιστολές και διπλασιάζεται φυσικά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.
Οσον αφορά τα τηλέφωνα που χρησιμοποιούν ατελώς, υπάρχουν και εδώ κάποιες διαβαθμίσεις: στους βουλευτές Επικρατείας, Α’ και Β’ Αθηνών, Α’ και Β’ Πειραιώς παρέχονται επτά τηλεφωνικές συνδέσεις, ενώ στους υπολοίπους, οκτώ.
Η ατέλεια βαρύνει βεβαίως τη Βουλή μέχρι του συνολικού ποσού των 13.500 ευρώ ετησίως για κάθε βουλευτή και για το σύνολο των συνδέσεων, ενώ καλύπτει και γραμμή Internet.
Σχετικά με την κινητή τηλεφωνία κάθε βουλευτής δικαιούται μία γραμμή σύνδεσης με εταιρεία της επιλογής του και η Βουλή τού καλύπτει μηνιαίως ως 250 ευρώ πλέον των παγίων τελών.
Οι εξ επαρχίας βουλευτές για τη στέγασή τους δικαιούνται να μένουν σε ξενοδοχείο ή να μισθώνουν οικία στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και να λαμβάνουν μηνιαίως άλλα 1.500 ευρώ.
Τέλος, η Βουλή μισθοδοτεί και έναν επιστημονικό συνεργάτη για κάθε βουλευτή, ο οποίος και τον προσλαμβάνει με την προϋπόθεση ότι θα απασχολείται πλήρως.
Επίσης κάθε βουλευτής έχει το δικαίωμα να αποσπά τρεις συνεργάτες από το Δημόσιο, ενώ του διατίθεται και ένας αστυνομικός για την προσωπική φρούρησή του.
Συμπερασματικά, τα μηνιαία βασικά έσοδα ενός βουλευτή κυμαίνονται από 8.500 έως 10.000 ευρώ κατά μέσο όρο (καθαρές απολαβές), αναλόγως των συμμετοχών του στις επιτροπές, των χρημάτων που παρακρατούνται υπέρ του κόμματος, κ.ο.κ.
Δηλαδή μόνο οι βασικές απολαβές ενός βουλευτή ετησίως κυμαίνονται μεταξύ 102.000 – 120.000 ευρώ.
Ο διακανονισμός 35 εκατομμύρια ευρώ για τηλεφωνικά τέλη!
Μια μεγάλη οικονομική εκκρεμότητα η οποία οδεύει προς ευνοϊκή για τους «μπαταχτσήδες» βουλευτές ρύθμιση είναι τα τηλεφωνικά χρέη που άφησαν κατά την περασμένη κοινοβουλευτική περίοδο. Πρόκειται για υπέρογκα ποσά που το 2005, επί Προεδρίας της κυρίας Αννας Μπενάκη-Ψαρούδα, έφθαναν στα 35.000.000 ευρώ(!) τα οποία αναλαμβάνει να ξεχρεώσει η Βουλή με διακανονισμό.
Πρόκειται φυσικά για χρήματα που θα βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής, δηλαδή τους Έλληνες φορολογουμένους.
Παράλληλα δίδεται η δυνατότητα στους βουλευτές να προμηθευτούν με χρήματα της Βουλής τηλεπικοινωνιακό υλικό και εξοπλισμό πληροφορικής.
ΤΙ;;;;;....ΕΙΠΑΤΕ ΤΙΠΟΤΕ;;;;; ΚΑΛΑ ΚΡΑΣΙΑ!!!!

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

ΤΡΕΙΣ ΛΑΛΟΥΝ ΚΑΙ ΔΥΟ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ..... ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ !!!



Αναρωτιέστε φίλοι μου γιατί ζούμε αυτό το θέατρο του παράλογου;;;;; Γιατί πολύ άπλα αυτούς θέλουμε ...αυτούς έχουμε...και ξέρετε και κάτι ακόμη , όσο αυτά τα κοράκια μας βλέπουν να λειτουργούμε έτσι , τόσο θα μας σβερκώνονται ολο και περισσότερο!!!
Στο σημείο αυτό φανταστείτε τι θα γινότανε και που θα τους πετούσαν, εάν οι ίδιοι αυτοί πολίτικοι έκαναν τα ίδια σε κάποιο άλλο κράτος , με ψηφοφόρους άλλης νοοτροπίας !
Άρα λοιπόν αγαπητοί κάτοικοι της Σπιναλόγκα όπως στρώσαμε έτσι πρέπει να κοιμηθούμε , εκτός και εάν αλλάξουμε μυαλά και αποφασίσουμε επιτελούς ότι πρώτον δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να μας σώσουν άλλα και να μας κατανοήσουν οι άνθρωποι που μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση...δεύτερον ότι δεν μπορούμε να γίνουμε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι ( δεν υπήρξα ποτέ ), με παχυλούς μισθούς και τεράστια εφάπαξ και το χειρότερο απο όλα να μην εργαζόμαστε και μάλιστα ακόμη και σήμερα ...εάν είναι δυνατόν....Α!!συγνώμη ξέχασα ότι ζω στην Ελλάδα...  

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

ΜΕΡΕΣ ΜΝΗΜΗΣ ...... ΈΤΣΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΙΟΜΑΣΤΕ !!!!!


Πριν ξεκινήσουμε για τα της Ελληνικής χρεοκοπίας του 1932, ας ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει ο όρος χρεοκοπία για μια εθνική οικονομία. Χρεοκοπία λοιπόν σημαίνει όταν ένα κράτος κηρύσσει παύση πληρωμών και δηλώνει στους πιστωτές του πως αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σε αυτούς. Στην συνέχεια η κυβέρνηση έρχεται σε διαπραγμάτευση με τους πιστωτές της προτείνοντας να γίνει η εξόφληση σε μικρότερα ποσά, η αν τα χρέη είναι δυσβάστακτα (και αυτό είναι το χειρότερο), αναλαμβάνει το Δ. Ν. Τ......και στην περίπτωση μας η Ε.Ε... και εκχωρεί σημαντικούς πόρους της πτωχευμενης χώρας απ΄ ευθείας στους πιστωτές της.

Το 1927 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται δεκτός ως μεσσίας από τον Ελληνικό λαό. Μετά από πολλή σκέψη και πιέσεις από το περιβάλλον του ανακαλεί την απόφαση του προ τετραετίας για παραίτηση από την πολιτική και επανέρχεται σε αυτή ως αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων στις 23 Μαΐου 1928. Το μέγεθος του εκλογικού θριάμβου των Βενιζελικών στις εκλογές της 19ης Αυγούστου ήταν απρόσμενο ακόμη και για τον αρχηγό του: οι βενιζελικοί εξέλεξαν 223 βουλευτές έχοντας μια συντριπτική πλειοψηφία στην βουλή.


Η Ελληνική οικονομία είχε κάνει βήματα σταθεροποίησης την διετία 1926-1928. Η δραχμή σταθεροποιήθηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεχούς υποτίμησης. Έτσι, το 1928 η δραχμή εντάχθηκε στον περίφημο “κανόνα του χρυσού”. Ο “κανόνας του χρυσού” ήταν ένας ……
μηχανισμός μετατροπής των νομισμάτων μέσω μιας ισοτιμίας σε σχέση με τις τιμή του χρυσού.

Όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της Χώρας ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρουσίασε ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο και φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που χρειάζονταν για να μπει η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά και να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες από την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο εκτεταμένος αυτός δανεισμός θα καλυπτόταν κυρίως από Άγγλους κεφαλαιούχους που ήδη μετά το 1922 είχαν επενδύσει μικρά κεφάλαια, αλλά τώρα ήταν πρόθυμοι να μεγαλώσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής και των συναλλαγματικών ισοτιμιών αποδόθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος που ιδρύθηκε τότε ακριβώς για τον σκοπό αυτό με πρώτο πρόεδρο τον Αλέξανδρο Διομήδη.

Ως το 1931 τίποτα δεν προμήνυε την χιονοστιβάδα αρνητικών γεγονότων που θα ακολουθούσε. Η Ελλάδα είχε τρεις συνεχόμενους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, όμως το εξωτερικό της χρέος είχε διογκωθεί από δάνεια που είχε συνάψει η κυβέρνηση Βενιζέλου κυρίως στο Σίτυ της Αγγλίας. Συγκεκριμένα το εξωτερικό χρέος την τετραετία 1928-1932 αυξήθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές στα 32,7 δισεκατομμύρια.

Η μεγάλη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε με την αδυναμία της Γερμανίας να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δυσβάσταχτες οικονομικές τις υποχρεώσεις από τον Ά παγκόσμιο πόλεμο και εντάθηκε με την κατάρρευση των τιμών των μετοχών στο Αμερικάνικο Χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ. Η οικονομία της Ελλάδας βρέθηκε αμέσως υπό πίεση, καθώς μειώθηκαν δραστικά οι εξαγωγές της (καπνά και άλλα γεωργικά προϊόντα), όπως επίσης και τα εμβάσματα από τους Έλληνες της Αμερικής που εκείνη την εποχή ήταν σημαντικός οικονομικός παράγοντας για την χώρα. Οι δύο αυτές δυσμενείς εξελίξεις επιδείνωσαν το εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών, ασκώντας αφόρητες πιέσεις στην δραχμή. Ο Βενιζέλος αποφάσισε να δώσει την μάχη της

δραχμής: αν η δραχμή δεν παρέμενε ισχυρή έναντι τηςστερλίνας και των άλλων νομισμάτων, θα του ήταν αδύνατο να εξυπηρετήσει το ήδη διογκωμένο δημόσιο χρέος. Αν δηλαδή γινόταν η υποτίμηση της δραχμής, τότε το εξωτερικό χρέος σχεδόν θαδιπλασιαζόταν. Ο συνεπέστερος επικριτής της κυβερνητικής πολιτικής, εκτός από τον Δ. Μάξιμο, ήταν τότε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, ειδικός σύμβουλος της τράπεζας της Ελλάδος και ένας από τους κορυφαίους Έλληνες οικονομολόγους του Μεσοπολέμου.

Η Βενιζελική πολιτική της διατήρησης των υφιστάμενων νομισματικών ισορροπιών ανάγκαζαν την Τράπεζα της Ελλάδος να χρησιμοποιεί τα αποθέματα της σε χρυσό και συνάλλαγμα για να στηρίζει την δραχμή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξανεμιστούν πολύ σύντομα τα μικρά αποθεματικά της, φέρνοντας το οικονομικό επιτελείο της Ελλάδας στις αρχές του 1932 σε πολύ δύσκολη θέση. Παράλληλα το κράτος φορολογούσε τις εισαγωγές και μείωνε τις δραχμές στην Αγορά, προσπαθώντας να ελέγξει τις συνεχείς κερδοσκοπικές πιέσεις που δεχόταν η Ελλάδα. Η μόνη πιθανή λύση από το διαφαινόμενο αδιέξοδο, ήταν ο εξωτερικός δανεισμός, όχι πια για χρηματοδότηση έργων, αλλά για την στήριξη της δραχμής με ξένο συνάλλαγμα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να χειριστεί το θέμα προσωπικά και να εξασφαλίσει τα εξωτερικά δάνεια που θα στήριζαν την νομισματική του πολιτική. Ταξίδεψε τον Ιανουάριο του 1932 διαδοχικά σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο ζητώντας ένα δάνειο 50 εκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλιώς η Ελλάδα θα εγκατέλειπε τον νόμο του χρυσού και θα βυθιζόταν στην αναξιοπιστία και στην κοινωνική αναταραχή. Τον Μάρτιο συνεδρίασε στο Παρίσι η Δημοσιονομική Επιτροπή όπου ανάμεσα στα άλλα, θα συζητιόταν και το θέμα της Ελλάδας. Στο τρίμηνο που είχε περάσει ουσιαστικά όλες οι εξαγωγές της Ελλάδας είχαν “παγώσει” και η τράπεζα της Ελλάδος είχε δώσει το 1/3 των αποθεματικών της σε συνάλλαγμα στο κράτος έτσι ώστε αυτό να ανταπεξέλθει στις δανειακές υποχρεώσεις του.

Ο τρόπος παρουσίασης των Ελληνικών προβλημάτων και αναγκών από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο δεν έπεισε την Δημοσιονομική Επιτροπή, που θεώρησε ότι η Ελλάδα δεν έκανε καμία θυσία, αντιθέτως ήθελε να μεταβιβάσει τα προβλήματα της στους πιστωτές της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συνέχισε να ζητά απεγνωσμένα βοήθεια τον Απρίλιο του 1932 στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών από τους υπουργούς Εξωτερικών της Αγγλίας και της Γαλλίας, χωρίς όμως κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα, εκτός από αόριστες υποσχέσεις και ευχολόγια. Δεν υπήρχε πλέον χρόνος για διαπραγματεύσεις και αναμονή.

Την Τετάρτη 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα εγκατέλειψε επισήμως τον “κανόνα του χρυσού”. Η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία και στις 5 Μαΐου η ισοτιμία της με την στερλίνα έπεσε από τις456 δραχμές στις 539. Τον ίδιο μήνα το κράτος επισημοποίησε την χρεοκοπία του κηρύσσοντας παύση πληρωμών. Το κύρος του Βενιζέλου είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα στην λαϊκή συνείδηση, ενώ ένα πανελλαδικό απεργιακό κύμα παρέλυε την Χώρα. Στις 21 Μαΐου 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραιτήθηκε από πρωθυπουργός δηλώνοντας δημοσίως πως δεν θα επέστρεφε αν δεν ενισχυόταν η εκτελεστική εξουσία και δεν περιοριζόταν η ελευθεροτυπία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Όπως είναι πολύ φανερό, η επιλογή του θέματος της χρεοκοπίας του 1931 δεν είναι άσχετη με την τρέχουσα επικαιρότητα, η οποία με προβληματίζει όπως και κάθε πολίτη της Χώρας. Η σύγκριση βέβαια των δύο περιπτώσεων δεν έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Το μόνο που εντοπίζω εγώ είναι ότι ο (αλόγιστος) εξωτερικός δανεισμός αποτελεί ένα επικίνδυνο μονοπάτι για κάθε κράτος. Κατά τα άλλα, το κράτος τότε δεν είχε υπερβολικές εσωτερικές υποχρεώσεις σε μισθούς και συντάξεις ούτε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς Άλλωστε η ανάκαμψη ήρθε αμέσως σχεδόν μετά την υποτίμηση της δραχμής, χωρίς οι κυβερνήσεις του λαϊκού κόμματος που ακολούθησαν, να λάβουν σοβαρές πρωτοβουλίες. Η υποτίμηση της δραχμής κατέστησε ξανά τα Ελληνικά προϊόντα φτηνά άρα ελκυστικά, το κράτος απέφυγε προσωρινά τα δυσβάσταχτα βάρη των δόσεων των δανείων, ενώ η κρίση σταδιακά ξεπερνιόταν στην Ευρώπη. Σύντομα το ισοζύγιο των εξωτερικών πληρωμών είχε ισορροπήσει και η εισροή χρημάτων από το εξωτερικό είχε αποκατασταθεί. Το 1937 ο Μεταξάς ήρθε σε τελική συμφωνία με τους διεθνείς οίκους που είχαν δανείσει την Ελλάδα για την καταβολή σε δόσεις των οφειλόμενων χρημάτων, τερματίζοντας την τελευταία εκκρεμότητα που παρέμενε από την χρεοκοπία του 1932.
Προφανώς κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, καθώς η διεθνής κρίση ήταν πρωτόγνωρη, μεγάλης έντασης, διάρκειας και εμβέλειας. Οι προσωπικές ευθύνες του Βενιζέλου επικεντρώνονται σε δύο θέματα άνισης βαρύτητας. Το πρώτο ήταν ότι αύξησε υπέρμετρα τον εξωτερικό δανεισμό, με μια υπεραισιοδοξία που ίσως ήταν υπερβολική. Το δεύτερο, και ομολογουμένως πολύ σημαντικό, είναι ότι ενώ έβλεπε την αδυναμία της δραχμής να κρατηθεί σε υψηλή ισοτιμία, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει μια απελπισμένη προσπάθεια συντήρησης της. Η πολιτική αυτή όμως εξάντλησε τα συναλλαγματικά αποθεματικά του κράτους, ενώ εμπόδιζε την αναθέρμανση των εξαγωγών που φάνηκε στην συνέχεια ότι ήταν το κλειδί για την ανάκαμψη.( Από το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ)