Κυριακή 26 Απριλίου 2009

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ...ΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΓΙΑΤΙ ΟΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ


Γνωστός στους διάφορους πολιτισμούς με διαφορετικά ονόματα, ο Μάιος ονομάστηκε έτσι από τη ρωμαϊκή θεότητα Maja (Μάγια) της οποίας το όνομα προήλθε με τη σειρά του από την ελληνική λέξη Μαία, τροφός και μητέρα. Η Μάγια ταυτίστηκε και με την Ατλαντίδα νύμφη Μαία, μητέρα του Ερμή στον οποίο και αφιερώθηκε ο μήνας. Σύμφωνα με τον τρόπο διαίρεσης του χρόνου των αρχαίων Ελλήνων, ο Μάιος αντιστοιχούσε σε μέρος του Μουνιχιώνα και του Θαργηλιώνα που σημαίνει το μήνα που ο ήλιος καίει, θερμαίνει τη γη. Ήδη από τους Ρωμαίους, η αρχή του μήνα σηματοδοτούνταν από τον εορτασμό της Αγαθής Θεάς ενώ σε όλη τη διάρκειά του τελούνταν γιορτές συνδεδεμένες με την ευφορία των αγρών.Οι αρχαίοι Έλληνες, ως φλογεροί φυσιολάτρες, γιόρταζαν το άνοιγμα των λουλουδιών και το φτάσιμο της άνοιξης. Aπό τα αρχαιότερα χρόνια του πολιτισμού τους, που έφθασε στην Eλλάδα από τη Θράκη το ρόδο, μαζί με τις Oρφικές διδασκαλίες, το άνθος αυτό έγινε σύμβολο και υμνήθηκε ως η νύμφη των ανθέων.Η γιορτή, όμως, της άνοιξης, η αρχαία Πρωτομαγιά, πήρε σιγά-σιγά κι επίσημη μορφή. Από τις παλαιότερες γιορτές, δημιουργήθηκαν τα Ανθεστήρια, η γιορτή των λουλουδιών. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη γιορτή ανθέων των Ελλήνων. Ιδρύθηκε πρώτα στην Αθήνα, όπου με μεγαλοπρέπεια βάδιζαν προς τα ιερά πομπές με κανηφόρες, που έφερναν άνθη. Έπειτα τα Ανθεστήρια διαδόθηκαν και σ άλλες πόλεις της Ελλάδος και πήραν πανελλήνια μορφή.Αργότερα, με το πέρασμα των αιώνων, η αρχική έννοια της Πρωτομαγιάς χάθηκε και τα έθιμα επιβίωσαν απλώς ως λαϊκές γιορτές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται περιφορά δέντρων, πράσινων κλαδιών ή στεφάνων με λουλούδια, ανακήρυξη του βασιλιά ή της βασίλισσας του Μάη, χορός γύρω από ένα δέντρο ή ένα στολισμένο κοντάρι-γαϊτανάκι.Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες γιορτές χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο που έχουν διατηρηθεί ως τις μέρες μας με εκδηλώσεις που απαντώνται στον λαϊκό πολιτισμό πολλών ευρωπαϊκών λαών.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
Φέτος συμπληρώνονται 72 χρόνια από εκείνες τις ταραγμένες μέρες, από τότε που ο λαός της Θεσσαλονίκης πήρε την απόφαση να αλλάξει την τύχη του, να σταθεί απέναντι στους εκμεταλλευτές του και να προχωρήσει σε μια απεργία που αργότερα αποτέλεσε ορόσημο για το εργατικό κίνημα και όλο το λαό.Την άνοιξη του 1936 η Ελλάδα έμπαινε σε μια από τις πιο ζοφερές περιόδους της ιστορίας της. Πρωθυπουργός ήταν ο Ι.Μεταξάς, που διορίστηκε από το παλάτι αφού το ποσοστό που συγκέντρωσε με το κόμμα των Ελευθεροφρόνων δεν του έδινε τη δυνατότητα για σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης και οι συσχετισμοί στη βουλή δίναν την ευκαιρία στο παλλαϊκό μέτωπο (ΚΚΕ και Αγροτικό Κόμμα) που είχε εκλέξει 15 βουλευτές να κερδίσει προνόμια για το λαό στηρίζοντας με ψήφο ανοχής μια κυβέρνηση υπό το Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση που μετά από λίγους μήνες, την 4η Αυγούστου, θα επέβαλαν ένα δικτατορικό καθεστώς, το οποίο και κράτησε ως την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα το 1941, επέβαλαν από νωρίς μια άκρως αντιλαϊκή πολιτική. Ίσως όμως δεν υπολόγισαν σωστά τη δύναμη του θύματος, δηλαδή του ίδιου του λαού.Όλα άρχισαν στις 29 Απρίλη, όταν η Πανελλήνια Καπνεργατική Ομοσπονδία (ΠΚΟ) πήρε την απόφαση για γενική απεργία με κυριότερο αίτημα την αύξηση των ημερομισθίων (σε 120 δρχ. το κατώτατο και 135 το μέσο). Εκείνη τη μέρα 12000 καπνεργάτες γέμισαν τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ενώ απεργίες ξεσπούν στο Βόλο, στις Σέρρες και την επόμενη μέρα σε Δράμα και Καβάλα και στις 2 του Μάη σ’ αυτή τη λίστα εισχωρούν τα σωματεία Αγρινίου, Κομοτηνής, Σάμου, Σιδηροκάστρου, Προσοτσάνης, Νιγρίτας, Ξάνθης, Λαγκα-δά, Σιάτιστας, Καρδίτσας, Πειραιά και πολλά ακόμη. Οι κινητοποιήσεις όμως κορυφώνονται την 5η του Μάη, όταν, στη Θεσσαλονίκη, στη δύναμη των καπνεργατών προστίθενται οι κλωστοϋφαντουργοί, οι χαρτεργάτες, οι τσαγκαράδες και οι λαστιχάδες και στις 7 του μήνα το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης κυρήσσει 24ωρη απεργία.Στις 8 Μάη, εφτά χιλιάδες καπνεργάτες, κατευθύνονταν προς τη Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος (σημερινό υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης), διεκδικώντας την άμεση επίλυση των αιτημάτων τους. Τότε το άοπλο πλήθος δέχεται τα πυρά πεζής και έφιππης αστυνομίας και στη συνέχεια ανασυντάσσεται στήνοντας οδοφράγματα. Σε λίγη ώρα τα νέα φτάνουν σε κάθε γωνιά της πόλης απ’όπου συρρέει ο καταπιεζόμενος λαός, με σκοπό να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους καπνεργάτες. Τότε ο στρατός ανέλαβε την επιχείρηση καταστολής του κινήματος και μετά από τρισήμιση ώρες οδομαχιών οι απεργοί υποχώρησαν. Εκείνο το βράδυ πολλά ακόμη σωματεία της πόλης κήρυξαν απεργία.Την επομένη, Σάββατο 9 Μάη του 1936, η επεργία είχε γενικευτεί. Μαζί με τους εργάτες κατέβηκαν στο δρόμο οι επαγγελματίες οι βιοτέχνες και οι φοιτητές. Συνολικά ο αριθμός των απεργών έφτανε περίπου τις 25000. Τότε ήταν που η ανοχή του κράτους, του καπνεργατικού και του άλλου κεφαλαίου εξαντλήθηκε. Από το πρωί κίολας στην πόλη επικρατούσε ένα πολεμικό σκηνικό, με την αστυνομία και το στρατό να χτυπάει με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο τους απεργούς. Δεν αργεί η πρώτη δολοφονία. Νεκρός ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι εικόνες που ακολούθησαν είναι ανατριχιαστικές. Οι απεργοί τοποθετώντας το νεκρό συναγωνιστή πάνω σε μια πόρτα κατευθύνονται με πορεία προς τη Γενική Διεύθυνση. Από εκεί απουσιάζει ο Διοικητής, όχι όμως και η πάνοπλη αστυνομική δύναμη. Οι καμπάνες χτυπούν σε όλη την πόλη και ο λαός συγκεντρώνεται στο κέντρο. Οι μαζικές δολο-φονίες διαδηλωτών όχι μόνο δεν κάμπτουν την αντίσταση του εξεγερμένου πλήθους αλλά πετυχαίνουν ακριβώς το αντίθετο. Στις 5 το απόγευμα και παρά την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην πόλη πραγματοποιείται νέα διαδήλωση στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Το βράδυ της 9ης του Μάη ο λαός είναι η πραγματική εξουσία στην πόλη, «...καμία άλλη αρχή ημπορούσε να ασκήση εξουσίαν!» γράφει ο Γρ. Δάφνης, ιστορικός της εποχής.Τα γεγονότα της μέρας ενέπνευσαν το μεγάλο ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, τον «Επιτάφιο», που είναι ουσιαστικά ο θρήνος της μάνας του νεκρού διαδηλωτή που απευθύνεται στον αδικοχαμένο γιο της.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψεςμέρα Μαγιού σε χάνωάνοιξη γιε που αγάπαγεςκι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζεςκαι δίχως να χορταίνειςάρμεγες με τα μάτια σουτο φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνήγλυκιά ζεστή κι αντρίκειατόσα όσα μήτε του γιαλούδεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτάτα ωραία θα είν’ δικά μαςκαι τώρα εσβήστης κι έσβησετο φέγγος κι η φωτιά μας.